διάκαμψις

διάκαμψις
διάκαμψις, η (Α) [διακάμπτω]
κάμψη τού σώματος κατά την εκτέλεση γυμναστικών ασκήσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διάκαμψιν — διάκαμψις bending fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακάμψεων — διακάμψεω̆ν , διάκαμψις bending fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”